χλωρυδρία

χλωρυδρία
η, Ν
(βιοχ.) η ποσότητα τού χλωρίου που περιέχεται, μετά από ένα σύνηθες γεύμα, στο γαστρικό υγρό υπό τη μορφή υδροχλωρικού οξέος ή χλωριούχων οργανικών ενώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)-* + -υδρία (< -υδρος < θ. υδρ- τής λ. ὕδωρ*), πρβλ. λειψ-υδρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού …   Dictionary of Greek

  • χλωρυδρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χλωρυδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + υδρικός (< θ. υδρ τού ὕδωρ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”